Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Ένας χρόνος χωρίς τον παπα-Κώστα




      Σήμερα  συμπληρώνεται ακριβώς ένας χρόνος από την ημέρα που έφυγε από κοντά μας ο μακαριστός πρωτοπρεσβύτερος π. Κωνσταντίνος Σουρβίνος.
Ήταν Τρίτη 24 Μαΐου 2011, λίγα λεπτά πριν τις εννέα το πρωί, όταν ο αγαπημένος μας Πνευματικός Πατέρας, ο παπα-Κώστας, άφηνε το φθαρτό και υλικό κόσμο μας για να περάσει στην αιωνιότητα, στον κόσμο της αφθαρσίας και της αληθινής ζωής.
Ένα χρόνο μετά είναι ίσως κατάλληλη στιγμή για να διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις ορμώμενοι και εμπνεόμενοι από τη μεγάλη αυτή Ιερατική και Πνευματική προσωπικότητα του τόπου μας, τον «παπαΚώστα  απ’ τον Άη Βασίλη».    
Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της διακονίας του άρχισε να διαφαίνεται το πλήθος των αρετών του και έτσι δεν άργησε να κερδίσει την αγάπη, την εκτίμηση και το σεβασμό όχι μόνο των ενοριτών του αλλά και ολόκληρης της κερκυραϊκής κοινωνίας.
Ήταν ένας απλός, προσιτός και ταπεινός άνθρωπος, ένας πράος και ήρεμος συνομιλητής. Όλες του οι ενέργειες  χαρακτηρίζονταν από αποφασιστικότητα και  αποτελεσματικότητα,  οι δε νουθεσίες του ήταν απόσταγμα σοφίας,  πάντα άμεσες και πρακτικά εφαρμόσιμες.
Η προσήλωσή του στις τοπικές εκκλησιαστικές παραδόσεις υπήρξε μνημειώδεις. Αυτό καταμαρτυρείται και από το γεγονός πως χάρη στις δικές του πολυετείς  και επίπονες προσπάθειες διασώζεται σήμερα καταγεγραμμένη η Κερκυραϊκή μας ψαλτική.
Όμως, πρώτα και πάνω απ’ όλα ήταν ένας πνευματικός και χαριτόβρυτος Ιερωμένος που άφησε πίσω του μια μεγάλη πνευματική παρακαταθήκη.
      Ως Λειτουργός των Θείων Μυστηρίων υπήρξε τυπικός και ακέραιος. Κάθε φορά που στεκόταν μπροστά από το Άγιο Θυσιαστήριο, για να τελέσει τη Θεία Λειτουργία ή κάποιο άλλο Μυστήριο, η ψυχή του ξεχείλιζε από Θείο πόθο. Ο Ναός πλημμύριζε από ιερή κατάνυξη την οποία  εύκολα μπορούσε να γευτεί όλο το εκκλησίασμα, γι’ αυτό άλλωστε και ήταν πάντοτε κατάμεστος από κόσμο. Τα κηρύγματά του ήταν σε απλή και κατανοητή γλώσσα, μα ταυτόχρονα ήταν μεστά θεολογικού και πνευματικού περιεχομένου.
Την ημέρα της κοίμησής του, ένας από τους πλέον καταξιωμένους Ιερείς της πόλεως μου είπε: «Σήμερα έφυγε το Νο 1 πετραχήλι της Πιάτσας». Ομολογώ πως εκείνη τη στιγμή η φράση αυτή, βγαλμένη μάλιστα από στόμα κληρικού, μου φάνηκε κάπως αδόκιμη. Αναλύοντάς την όμως στο μυαλό μου συνειδητοποίησα πως περιέγραφε, με απλά και σταράτα λόγια, το τί πραγματικά ήταν ο π. Κώστας. 
     Η  φήμη του  ως Εξομολόγου Πνευματικού είχε ξεπεράσει τα στενά όρια της ενορίας του, σε πολλές μάλιστα  περιπτώσεις και τα όρια του νησιού. Αυτή ήταν που κατεύθυνε τα βήματα των πιστών και πονεμένων ανθρώπων στον Άη Βασίλη.
Ο Ναός ήταν ανοικτός τις περισσότερες ώρες της ημέρας, κάθε μέρα και εκείνος ήταν εκεί για να ακούσει τον πόνο και τα προβλήματα του κάθε Χριστιανού που προσέτρεχε στο πετραχήλι του. Όταν καμιά φορά είχε κάποια δουλειά και έλειπε, στην κεντρική είσοδο του Ναού υπήρχε πάντα σημείωμα για το πού και το πώς θα τον έβρισκε όποιος τυχόν τον χρειαζόταν.   
      Το γραφείο του ήταν εξαιρετικά μικρό, μόλις δύο τετραγωνικά, με λίγα και απλά έπιπλα. Και όμως, μέσα σ’ εκείνο το γραφείο έβρισκε ανάπαυση κάθε κερκυραϊκή (και όχι μόνο) ψυχή που ζητούσε την πολύτιμη πνευματική στήριξη και βοήθειά του!
     Κάθε μέρα, εκατοντάδες άτομα περνούσαν από την Εκκλησία είτε για να ανάψουν ένα κερί, είτε για να εξομολογηθούν ή απλά για να τον καλημερίσουν. Ακόμα και μια απλή «καλημέρα» βγαλμένη από το Σεπτό του στόμα ήταν ικανή να καταπραΰνει τις ψυχές των ανθρώπων. Η ηρεμία του λόγου του και το πράο του χαρακτήρα του έκαναν τον συνομιλητή του να ηρεμεί και να σκέφτεται υπό άλλο πρίσμα  τα τυχόν προβλήματά του. Πόσες φορές είχε συμβεί και σε μένα να τον επισκεφθώ για να του πω μια «καλημέρα» και μετά να φύγω πιο ήρεμος, χωρίς τους  προβληματισμούς που πιθανόν να με διακατείχαν πριν την επίσκεψή μου!
    Άλλοτε πάλι,  τύχαινε να περπατώ στη χώρα (πόλη) ή να είμαι σε κάποιο λεωφορείο και να ακούω ανθρώπους όλων των ηλικιών, από κάθε γωνιά της Κέρκυρας να συζητάνε για εκείνον. «Πάω στον π. Κώστα, στον Άη Βασίλη να εξομολογηθώ», ήταν η πιο συνηθισμένη φράση που έλεγαν μεταξύ τους.
      Εκεί που πραγματικά ήταν να απορεί κανείς με την αντοχή του ήταν τις παραμονές των μεγάλων εορτών, κυρίως την πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και τη Μεγάλη Εβδομάδα. Ο Ναός ήταν κατάμεστος από κόσμο όχι μόνο κατά τη διάρκεια των Ακολουθιών αλλά και πριν και μετά απ’ αυτές. Πλήθος κόσμου περίμενε υπομονετικά επί ώρες για να εξομολογηθεί. Εκείνος, παρά την κούραση των ημερών, άκουγε υπομονετικά κάθε πονεμένη ψυχή που ξεδίπλωνε τον πόνο της στο πετραχήλι του και είχε για  όλους ένα λόγο παρηγοριάς και συγχώρησης. Μερικές φορές ήταν τόσος ο κόσμος που δεν έκανε διάλειμμα ούτε για το μεσημέρι.  Ξεκινούσε νωρίς το πρωί με Ακολουθία, συνέχιζε με Εξομολόγηση, ξανά Ακολουθία και πάλι Εξομολόγηση.
       Ακόμα και όταν μετά από χρόνια η υγεία του κλονίστηκε, δε σταμάτησε να ασκεί το πνευματικό του έργο. Συνέχιζε με τον ίδιο ένθεο ζήλο, με τον ίδιο ρυθμό. Μάταια του λέγαμε να σταματήσει να δέχεται τόσο κόσμο, πως επιβαρύνει την υγεία του, πως πρέπει πια να προσέχει! Έλεγε πως το να ακούει τα προβλήματα των ανθρώπων και να δίνει παρηγοριά ήταν για εκείνον ανάπαυση ψυχής, ξεκούραση. Ακόμα και σε στιγμές ξεκούρασης ή ανάρρωσης στο χωριό του, τους Κυνοπιάστες, δε σταματούσε να δέχεται επισκέψεις από ανθρώπους που είχαν την ανάγκη του. Το συγκλονιστικότερο απ’ όλα είναι πως  και όταν βρισκόταν  στο κρεβάτι του πόνου, ακόμα και τις τελευταίες μέρες πριν την κοίμησή του εξακολουθούσε να έχει δίπλα του το πετραχήλι του και να εξομολογεί!
     Πριν από δύο χρόνια, γνώρισα στην Αθήνα μια κυρία, συνταξιούχο νοσηλεύτρια. Όταν της είπα πως κατάγομαι από την Κέρκυρα με ρώτησε αν γνώριζα τον π. Κώστα τον εφημέριο του Αγίου Βασιλείου. Απορημένος τη ρώτησα από πού τον ήξερε. Μου απάντησε πως όταν διορίστηκε η πρώτη της τοποθέτηση ήταν στο Νοσοκομείο της Κέρκυρας όπου έμεινε για ένα χρόνο και εκκλησιαζόμενη στον Άη Βασίλη τον γνώρισε, όταν ακόμα εκείνος ήταν νέος Ιερέας. Η πνευματικότητά του την είχε εντυπωσιάσει και παρόλο που είχε να τον δει ή να μάθει νέα του από τότε, είχε τις ωραιότερες αναμνήσεις από τη συναναστροφή μαζί του.
       Η συγκεκριμένη κυρία δεν είναι ο μοναδικός άνθρωπος, μη Κερκυραίος, που γνώριζε τον π. Κώστα. Είχε πολλά πνευματικά παιδιά και εκτός Κερκύρας. Κατά καιρούς είχα τη χαρά να γνωρίσω κάποια από αυτά. Η περίπτωσή της όμως με εξέπληξε γιατί αν και τον γνώρισε  για μικρό διάστημα, πριν από σαράντα χρόνια, τον θυμόταν με συγκίνηση.
     Μεγάλη ήταν η προσφορά του και στην κατήχηση των νέων παιδιών. Τα κατηχητικά σχολεία που επί χρόνια λειτουργούσαν στον Άη Βασίλη, με αποκλειστικά δική του φροντίδα, ήταν εκκολαπτήριο χριστιανικών ψυχών, καταξιωμένων αργότερα μελών της κερκυραϊκής κοινωνίας. Πολλοί σήμερα θυμόμαστε, με γλυκιά νοσταλγία, τα όμορφα εκείνα κυριακάτικα πρωινά του κατηχητικού, μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας!  
      Για  περίπου τέσσερις δεκαετίες ο π. Κώστας επιτελούσε τη μεγάλη πνευματική αποστολή του αθόρυβα, χωρίς «τυμπανοκρουσίες» και χωρίς να επαίρεται ποτέ και για τίποτα. Όλη του η βιωτή ήταν βασισμένη πάνω στην ταπείνωση του Τελώνου και πάντα έλεγε πως ότι κάνει, αν κάνει, γίνεται με τη βοήθεια του Θεού και μόνο. Ήταν  αυτός που είχε αναλάβει αγόγγυστα ένα μεγάλο μέρος από το  «βαρύ φορτίο» της Εξομολόγησης στην πόλη της Κέρκυρας. Η πνευματικότητα και η σοφία του είχαν καταστήσει τον Άη Βασίλη «πνευματική κυψέλη», εκείνος δε ήταν σίγουρα, στη συνείδηση του κόσμου, ένας  από τους πλέον καταξιωμένους Πνευματικούς της τοπικής μας Εκκλησίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
      Σήμερα, ένα χρόνο μετά, αν και λείπει από κοντά μας εντούτοις η πνευματική παρουσία του είναι έντονη. Όλοι όσοι είχαμε την ευλογία να τον έχουμε Πνευματικό Πατέρα, «Πατέρα μας», τον αισθανόμαστε δίπλα μας, συνοδοιπόρο στης ζωής μας  τα  δύσκολα και ανηφορικά μονοπάτια, ακοίμητο πρεσβευτή μας στο Δωρεοδότη Χριστό.
      ΑΙΩΝΙΑ ΣΟΥ Η ΜΝΗΜΗ,  ΝΑ’ ΧΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΣΟΥ  ΑΞΕΧΑΣΤΕ, ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΕ  ΜΑΣ  ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕ  ΠΑΤΕΡΑ...
Παναγιώτης Σπ. Χασαπιάνος    
                                                                               

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου