Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Πρωτοπρεσβύτερος Αθανάσιος Τσίτσας (1929 – 2001)

πηγή: Περιοδικό Απολύτρωση της ομώνυμης Χριστιανικής Αδελφότητος Κέρκυρας (τεύχη 460  - 461 & 462 – 463).

Ο μακαριστός π. Αθανάσιος γεννήθηκε το 1929 στο προάστιο Γαρίτσα της πόλης της Κέρκυρας. Ήταν το μοναδικό παιδί του Χρήστου Τσίτσα και της Ρόζας Κρεμόνα. Και οι δύο γονείς του άνηκαν στη μέση  αστική κοινωνία της Κέρκυρας.
Οι ρίζες από τον πατέρα του ήταν από το μαρτυρικό  Λυκούρση της απέναντι Ηπείρου και της μάνας του από το μακρινό νησί της Μάλτας. Τον πατέρα του δεν τον γνώρισε, διότι πέθανε νέος. Μεγάλωσε κοντά στη μάνα του και τις δύο αδελφές της. Πολλά οφείλει στις τρεις αυτές γυναίκες και ειδικά στη μάνα του και τη θεία του Αυγούστα, που ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε μόρφωση της διέκρινε η ευγένεια και η καλλιέργεια της Κερκυραϊκής αστικής κοινωνίας.
Η καλλιέργειά του, η φυσική ευγένεια, το πηγαίο χιούμορ που συνάρπαζε ξεκινούσαν από τις καταβολές της αστικής του καταγωγής.
Το Καθολικό δόγμα της μητέρας του δεν στάθηκε εμπόδιο στην Ορθόδοξη πορεία του και στην κλίση του για την Ιεροσύνη.
Μαθήτευσε, από τα παιδικά του χρόνια, δίπλα σε αξιόλογους Κερκυραίους κληρικούς, όπως ο παπα-Γιώργης ο Σαββανής, ο παπα-Νικόλας Κουρτελέσης, ο παπα-Στέφανος Βούλγαρης. Οι δύο τελευταίοι, με ευρύτερες καλλιτεχνικές ανησυχίες, μύησαν τον μικρό Νάσο στα μυστικά της τέχνης. Ήταν το ξεκίνημα μιας απέραντης γνώσης γύρω από την τέχνη και τα καλλιτεχνικά ρεύματα, παλιά και σύγχρονα.
Δίπλα τους, αλλά κυρίως δίπλα στο μακαριστό γέροντά του τον Μητροπολίτη Μεθόδιο, έγινε άριστος κάτοχος του τυπικού της Ορθόδοξης λατρείας. Η άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας, η γνώση του τυπικού και η πηγαία ευσέβεια τον κατέστησαν μοναδικό Λειτουργό.
Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κέρκυρα, φοίτησε στην Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή.
Το 1952 παντρεύτηκε τη Σοφία Κοκονέτση και στις 23 Μαρτίου του ίδιου χρόνου, Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, χειροτονήθηκε από το γέροντά του, Μητροπολίτη Μεθόδιο, στον Μητροπολιτικό Ναό Διάκονος και έλαβε το οφφίκιο του Αρχιδιακόνου. Υπηρέτησε ως Διάκονος στον Ιερό Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος μέχρι το Δεκέμβριο του 1959. Ανήμερα της εορτής του Αγίου, 12 Δεκεμβρίου του 1959, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και αμέσως έλαβε το οφφίκιο του Πρωτοπρεσβυτέρου.
Τα Χριστούγεννα του 1959 στάλθηκε στο Μιλάνο προκειμένου να εξυπηρετήσει την εκεί Ελληνορθόδοξη κοινότητα. Έμεινε στο Μιλάνο μέχρι το 1962.
Τα χρόνια που το ζεύγος Τσίτσα έμεινε στο Μιλάνο τα αξιοποίησαν και οι δύο παρακολουθώντας μαθήματα παπυρολογίας στο εκεί Πανεπιστήμιο. Στα σημαντικά αυτά χρόνια για τον π. Αθανάσιο, του δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει αξιόλογους πνευματικούς ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει μια μεγάλη προσωπικότητα, ο διευθυντής της περίφημης Αμβροσιανής Βιβλιοθήκης π. Γκαλμπιάτι. Ένας κληρικός και επιστήμονας γνώστης της Ανατολικής Λειτουργικής και Υμνολογίας.
Η αγάπη, μάλλον το πάθος, για την Κέρκυρα του στέρησε μια θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνο και καθόρισε την περαιτέρω ζωή του.
Το 1962 επέστρεψε στην Κέρκυρα και ανέλαβε εφημέριος του Αγίου, στη θέση του τότε κοιμηθέντος π. Κωνσταντίνου Σκαφιδά. Στη θέση αυτή έμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του.
Τα χρόνια που ήταν εφημέριος στον Άγιο έψαλλε την Κερκυραϊκή ψαλτική, την οποία γνώριζε άριστα, στις Ακολουθίες, στις Παρακλήσεις (Βγάσματα, Μπάσματα) και στις Λιτανείες του Αγίου, συνεπικουρούμενος από τους μακαριστούς Ιερείς παπα-Γιάννη Σκιαδόπουλο και παπα-Κώστα Σουρβίνο.
Η αγάπη του για την Κέρκυρα τον έκανε άοκνο αναδιφητή της Ιστορίας της. Πάνω από εβδομήντα εργασίες του είδαν το φως της δημοσιότητας. Καρποί του επίπονου ερευνητικού του έργου στα Αρχεία της Κέρκυρας, της Νάπολης και της Βενετίας καλύπτουν όχι μόνο την εκκλησιαστική και θρησκευτική ζωή στα τετρακόσια και πλέον χρόνια της Βενετικής κατοχής και τον 19ο αιώνα, αλλά και την θύραθεν Ιστορία του νησιού.
Συνέχισε έτσι την μακραίωνη παράδοση του Επτανησίου Ιστοριοδίφη και παράλληλα του Λογίου Κληρικού. Ο καθηγητής Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, γράφοντας για τον Αθανάσιο Τσίτσα, λέει χαρακτηριστικά: «…Έχουμε στο πρόσωπό του μια σπάνια περίπτωση κληρικού που αντιλαμβάνεται και θέτει σε πράξη τη λογιοσύνη του ως έρευνα και όχι ως ρητορεία. Αυτό κατά τη γνώμη μου δεν είναι μόνο σπάνιο, αλλά και σωτήριο για τη λογιοσύνη της Εκκλησίας…».
Η παρουσία του στο χώρο της ιστορικής έρευνας και μελέτης αρχίζει το 1966, με τη δημοσίευση της εργασίας του «Αι επιγραφαί του Ναού του Αγίου Σπυρίδωνα», πρωτότυπη εργασία που φωτίζει ένα μέρος της ιστορίας ενός σημαντικότατου για την πόλη μας Μνημείου. Τον επόμενο χρόνο δημοσιεύει την εργασία του «ο Ιερός Σπυρίδων», για να ακολουθήσουν μια σειρά από άλλες εργασίες: «Υ. Θεοτόκος Κασσιωπίας» (1968), «η Εκκλησία της Κέρκυρας τα χρόνια της Λατινοκρατίας» που τιμήθηκε με βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1969), «τα Βάγια», «ο Ιερός Νιπτήρας εις την Κέρκυρα κατά την Βενετοκρατία», «ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός στην Κέρκυρα», «Αφορισμοί στη Χώρα και τα μπόργα των Κορφών», «Ιωάννης Βούλγαρης, τρόφιμος και σπουδαίος του φλαγγινιανού μέγας Πρωτοπαπάς Κέρκυρας», «Χριστόδουλος Βούλγαρης, μέγας Πρωτοπαπάς Κέρκυρας», «το πρωτοπαπαδικό Αρχείο Κέρκυρας», «Γύρω από το Ναό και το Ιερό Λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνα», «η Τριμάρτυρος», «ο Ναός της Υ.Θ. Κεχαριτωμένης Κρεμαστής» και άλλες που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικές εκδόσεις και σε πρακτικά επιστημονικών συνεδρίων που έλαβε μέρος.
Στη θύραθεν ιστορία ανήκουν οι εργασίες «Βενετοκρατούμενη Κέρκυρα – Θεσμοί», «Γράμματα της Ισαβάλλας Θεοτόκη στον Παύλο Φίλη», «Λίβελλοι των Κερκυραίων αστών κατά την τελευταία φάση της διαμάχης τους με τους ευγενείς», «Η Ακαδημία των Assicuratti», «Η απαγωγή της Ραχήλ Vivante», «Μνήμη του 1717», «Σύμμικτα Κερκυραϊκά», «Το diario της πολιορκίας της Κέρκυρας από τους Ρωσοτούρκους 1798 – 99» και άλλες εργασίες που δημοσιεύτηκαν στο Δελτίο της Αναγνωστικής Εταιρείας Κερκύρας ή από τις εκδόσεις διαφόρων ιστορικών περιοδικών.
Παρά την αστική του καταγωγή, αγάπησε εξίσου με την πόλη την εξοχή. Το μικρό σπίτι με το εκκλησάκι στον Πέλεκα, μέσα στο καταπράσινο τοπίο, έγινε τα τελευταία χρόνια της ζωής του το καταφύγιό του. Εκεί, ανάμεσα στα βιβλία του και την ομορφιά της φύσης, έβρισκε παρηγοριά και ξεχνούσε τον πόνο του για την Κέρκυρα που φεύγει ανεπιστρεπτί…
Κλείνουμε το σημείωμα αυτό με τα λόγια του καθηγητή Πασχάλη Κιτρομιλίδη «… Ο π. Αθανάσιος παρέμεινε κυρίως ένας Ορθόδοξος Κληρικός με σπάνια επίγνωση του Ιερατικού του Λειτουργήματος μέσα στην πνευματική παράδοση της Ορθοδοξίας. Η λογιοσύνη του και ο κοσμοπολιτισμός του ποτέ δε νόθευσαν την αυτοσυνείδησή του, ως φορέα της Ορθόδοξης πνευματικής παρακαταθήκης».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου